μαστρομασσάρος

μαστρομασσάρος
μαστρομασσάρος, ὁ (Μ)
ανώτατος οικονομικός υπάλληλος στην Επτάνησο, τού οποίου έργο ήταν η φύλαξη τής μάσσας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστρος + -μασσάρος (< μάσσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”